παχνήεις

παχνήεις
-εσσα, -εν, ΜΑ
ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχνήεις — frosty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεντα — παχνήεις frosty neut nom/voc/acc pl παχνήεις frosty masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεντι — παχνήεις frosty masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεντος — παχνήεις frosty masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεσσα — παχνήεις frosty fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”